Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πισινός η πισινή το πισινό
      γενική του πισινού της πισινής του πισινού
    αιτιατική τον πισινό την πισινή το πισινό
     κλητική πισινέ πισινή πισινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πισινοί οι πισινές τα πισινά
      γενική των πισινών των πισινών των πισινών
    αιτιατική τους πισινούς τις πισινές τα πισινά
     κλητική πισινοί πισινές πισινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πισινός < πίσω

  Επίθετο Επεξεργασία

πισινός

  • που βρίσκεται ακριβώς από πίσω, ο από πίσω
    τα άλογα τινάζουν με δύναμη τα πισινά τους πόδια όταν είναι εκνευρισμένα

Αντώνυμα Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

πισινός αρσενικό

  • τα οπίσθια, το τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων που βρίσκεται στο πίσω μέρος της λεκάνης

Συνώνυμα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία