πισινός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πισινός < πίσω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πισινός
- που βρίσκεται ακριβώς από πίσω, ο από πίσω
- τα άλογα τινάζουν με δύναμη τα πισινά τους πόδια όταν είναι εκνευρισμένα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πισινός αρσενικό
- τα οπίσθια, το τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων που βρίσκεται στο πίσω μέρος της λεκάνης