πισινών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πισινών
- γενική πληθυντικού του πισινός
- γενική πληθυντικού του πισινή
- γενική πληθυντικού του πισινό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πισινών
- γενική πληθυντικού του πισίνα