πισίνα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πισίνα | οι | πισίνες |
γενική | της | πισίνας | — | |
αιτιατική | την | πισίνα | τις | πισίνες |
κλητική | πισίνα | πισίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πισίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική piscina < λατινική piscina < piscis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pisḱ-
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πισίνα θηλυκό
- δεξαμενή με νερό, κατάλληλη για κολύμβηση
- πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων στο νέο δημοτικό κολυμβητήριο
- η νέα νομοθεσία θεωρεί φορολογικό τεκμήριο την κατοχή ιδιωτικής πισίνας
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Απαντά και η γενική πληθυντικού πισινών αλλά και πισίνων, για να μην υπάρχει μπέρδεμα με τη λέξη πισινός! (βλ. Αυξημένα τεκμήρια για τους κατόχους μεγάλων πισινών)
- Ο ίδιος, πάντως όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι δεν γνωρίζει τι απέγινε η καταγραφή και εάν όντως έχουν κληθεί οι ιδιοκτήτες των κρυφών αυτών πισίνων στο ΣΔΟΕ για έλεγχο. (Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). (*)
- Σημειώνεται ότι με τροπολογία που είχε περιληφθεί στο πολυνομοσχέδιο προβλέπονταν η επιβολή έκτακτης εισφοράς 5-10% μεταξύ άλλων σε κατόχους ΙΧ αυτοκινήτων καθώς και σκαφών αναψυχής, πισινών κ.ά. (*)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πισίνα στη Βικιπαίδεια