πισινή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πισινή | ||
γενική | της | πισινής | ||
αιτιατική | την | πισινή | ||
κλητική | πισινή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.siˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐σι‐νή
- ομόηχο: πισινοί
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- πισινή: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πισινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπισινή θηλυκό στον ενικό
- κυριολεκτικά: η πίσω μεριά, τα νώτα στη φράση κρατάω πισινή (φυλάω τα νώτα μου)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- πισινή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπισινή