νώτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | νώτα | ||
γενική | των | νώτων | ||
αιτιατική | τα | νώτα | ||
κλητική | νώτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νώτα < αρχαία ελληνική νῶτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ανατομία) η πλάτη
- (στρατιωτικός όρος) το πίσω μέρος μιας στρατιωτικής παράταξης
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- καλύπτω τα νώτα μου: προφυλάσσω κάποιο ευαίσθητο σημείο μου, παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις για απειλή ή απρόσμενο κίνδυνο