dos
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dos < δημώδης λατινική dossum < λατινική dorsum
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
dos | dos |
dos (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- sur le dos - ανάσκελα
Ρηματικές εκφράσεις
επεξεργασία- avoir bon dos
- avoir des yeux dans le dos
- avoir froid dans le dos
- casser du sucre sur le dos de quelqu'un
- coûter la peau du dos
- en avoir plein le dos
- être sur le dos de quelqu'un
- faire le dos rond
- renvoyer dos à dos
- se laisser manger la laine sur le dos
- se mettre quelqu'un à dos
- se retrouver le dos au mur
- tourner le dos
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαdos (es)
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαdos (ca)