Δείτε επίσης: DOS

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dos < δημώδης λατινική dossum < λατινική dorsum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /do/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
dos dos

dos (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικές εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dos/

  Αριθμητικό

επεξεργασία

dos (es)

  1. δυο



  Αριθμητικό

επεξεργασία

dos (ca)

  1. δυο



  Ετυμολογία

επεξεργασία
dos < de + os

  Συγχώνευση

επεξεργασία

dos (pt) αρσενικό (θηλυκό das)