Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
en avoir plein le dos
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
en avoir plein le dos
(fr)
αηδιάζω
,
βαριέμαι
να κάνω ή να ακούω κάτι