ενικός         πληθυντικός  
dossière dossières

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dossière (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μέρος πανοπλίας που προστατεύει την πλάτη
  2. τμήμα ιπποσκευής που στηρίζεται στην πλάτη ενός αλόγου, πάνω στο οποίο στηρίζουν φορεία