Ετυμολογία

επεξεργασία
dossier < dos (ράχη) + -ier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /do.sje/
  (un dossier)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dossier dossiers

dossier (fr) αρσενικό

  1. η ράχη καθισμάτων
  2. το σύνολο εγγράφων που αφορούν ένα θέμα, ο φάκελος ορισμένου θέματος
    • το ντοσιέ που περιέχει έγγραφα για ένα θέμα

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία