ράχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράχη | οι | ράχες |
γενική | της | ράχης | των | ραχών |
αιτιατική | τη | ράχη | τις | ράχες |
κλητική | ράχη | ράχες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ράχη < αρχαία ελληνική ῥάχις
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράχη θηλυκό
- η πλάτη (του ανθρώπου)
- το αντίστοιχο μέρος του σώματος των σπονδυλωτών
- (κατ’ επέκταση) το τμήμα του ρούχου που καλύπτει την πλάτη
- (κατ’ επέκταση) η πίσω κυρτή πλευρά διάφορων αντικειμένων
- η ράχη της πολυθρόνας
- (για βιβλία) η πίσω στενή πλευρά ενός βιβλίου, εκεί όπου ενώνονται τα φύλλα του· είναι κατασκευασμένη από το ίδιο υλικό με το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο και αναγράφει συνήθως τον τίτλο του βιβλίου και τον συγγραφέα
- (ορνιθολογία) το ανώτερο μέρος του άξονα των φτερών των πτηνών, το οποίο είναι προέκταση του καλάμου
- η κορυφογραμμή