Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλαμος οι κάλαμοι
      γενική του κάλαμου
καλάμου
των κάλαμων
καλάμων
    αιτιατική τον κάλαμο τους κάλαμους
καλάμους
     κλητική κάλαμε κάλαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλαμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλαμος . Δείτε και καλέμι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.la.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐λα‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάλαμος αρσενικό

  1. (λόγιο) καλάμι
  2. (φυτό) κάθε κοίλος βλαστός
  3. (ορνιθολογία) το κατώτερο, κοίλο τμήμα του άξονα των φτερών των πτηνών
    → δείτε και τη λέξη ράχη
  4. (μεταφορικά) η συγγραφική τέχνη
     συνώνυμα: (στη μεταφορική τους σημασία) πένα, γραφίδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰλᾰμο-
ονομαστική κάλαμος οἱ κάλαμοι
      γενική τοῦ καλάμου τῶν καλάμων
      δοτική τῷ καλάμ τοῖς καλάμοις
    αιτιατική τὸν κάλαμον τοὺς καλάμους
     κλητική ! κάλαμε κάλαμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλάμω
γεν-δοτ τοῖν  καλάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλαμος, ήδη το τύπος καλάμη, ομηρικός < *κόλαμος που πιθανόν ξεκίνησε από το θηλυκό καλάμη, με αφομοίωση των [o] -[a] > [a] - [a][1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱl̥h₂mos < *ḱolh₂mos < *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[2] (καλάμι, άχυρο). Η κατάληξη, -αμος.[3] Συγγενή: λατινική culmus (< γαλλική chaume), γερμανική Halm, αγγλική halm,

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάλαμος αρσενικό

  1. το καλάμι
  2. οτιδήποτε φτιαγμένο από καλάμια
  3. (φυτό) βλαστός, καυλός σιταριού
  4. (μουσικό όργανο) είδος αυλού, φλάουτου
  5. βέλος

Συγγενικά επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κάλαμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. πλόκαμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία