Ετυμολογία

επεξεργασία
καυλός < αρχαία ελληνική καυλός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καυλός αρσενικό

  1. ο βλαστός του φυτού, το κοτσάνι που προεξέχει από το έδαφος, πάνω και έξω από τη γη
  2. το κοτσάνι, ο μίσχος, ο κορμός, το στέλεχος του φυτού
  3. ο πρωταρχικός τρυφερός βλαστός
  4. (αρχιτεκτονική) ο κίονας
  5. μακρύ, όρθιο στέλεχος αντικειμένου, παρόμοιο με βλαστό φυτού
    ※  Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία