καυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυλός < αρχαία ελληνική καυλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυλός αρσενικό
- ο βλαστός του φυτού, το κοτσάνι που προεξέχει από το έδαφος, πάνω και έξω από τη γη
- το κοτσάνι, ο μίσχος, ο κορμός, το στέλεχος του φυτού
- ο πρωταρχικός τρυφερός βλαστός
- (αρχιτεκτονική) ο κίονας
- μακρύ, όρθιο στέλεχος αντικειμένου, παρόμοιο με βλαστό φυτού
- ※ Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καυλός
|