Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
      γενική τοῦ πινακίου τῶν πινακίων
      δοτική τῷ πινακί τοῖς πινακίοις
    αιτιατική τὸ πινάκιον τὰ πινάκι
     κλητική ! πινάκιον πινάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πινακίω
γεν-δοτ τοῖν  πινακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινάκιον < πίναξ, πινακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινάκιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία