πινάκιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πινάκιον < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπινάκιον ουδέτερο
- επίπεδο αντικείμενο που μοιάζει με μικρό πίνακα
- ※ Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πινάκιον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πινάκιον | τὰ | πινάκιᾰ |
γενική | τοῦ | πινακίου | τῶν | πινακίων |
δοτική | τῷ | πινακίῳ | τοῖς | πινακίοις |
αιτιατική | τὸ | πινάκιον | τὰ | πινάκιᾰ |
κλητική ὦ! | πινάκιον | πινάκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πινακίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πινάκιον < πίναξ, πινακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπινάκιον, -ου ουδέτερο
- υποκοριστικό του πίναξ, πλακίδιο όπου γράφονταν δικαστικές αποφάσεις ή νόμοι
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πινάκιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πινάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.