πίναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῐνᾰκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | πίναξ | οἱ | πίνακες | |
γενική | τοῦ | πίνακος | τῶν | πινάκων | |
δοτική | τῷ | πίνακῐ | τοῖς | πίναξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πίνακᾰ | τοὺς | πίνακᾰς | |
κλητική ὦ! | πίναξ | πίνακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίνακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πινάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίναξ, ήδη ομηρικό (τεχνικός όρος) < θέμα πιν- + -αξ. Το θέμα θεωρεήθηκε παραδοσιακά προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (με συγγενή: σανσκριτική पिनाक (pínāka)),[1] ή κατ' άλλη άποψη προελληνική. [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίναξ (ῐ) αρσενικό
- (αρχική σημασία) σανίδα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 67
- ἀλλά θ' ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν / κύμαθ' ἁλὸς φορέουσι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 67
- πινακίδα, επιφάνεια για γραφή, δέλτος
- κατάλογος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, 44. Πρὸς Λεωχάρην περὶ τοῦ κλήρου (Contra Leocharem), 35 Oratores Attici, έκδ.Bekker, 1871
- εἰς τὸν Ὀτρυνέων πίνακα τὸν ἐκκλησιαστικὸν ἐγγράφειν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, 44. Πρὸς Λεωχάρην περὶ τοῦ κλήρου (Contra Leocharem), 35 Oratores Attici, έκδ.Bekker, 1871
αύτάνΈλευσίνιος ών)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πίνακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πίναξ σελ. 1192-1193 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πίναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.