δίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δίσκος | οι | δίσκοι |
γενική | του | δίσκου | των | δίσκων |
αιτιατική | τον | δίσκο | τους | δίσκους |
κλητική | δίσκε | δίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίσκος ή κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή δίσκος (για το επίεπδο σκεύος)
- για σύγχρονες σημασίες < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική disque < λατινική discus < αρχαία ελληνική δίσκος
- για τον δίσκο των υπολογιστών < (άμεσο δάνειο) αγγλική disc [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐σκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίσκος αρσενικό
- οποιοδήποτε αντικείμενο με κυκλικό σχήμα
- ⮡ ο ηλιακός δίσκος
- ※ Τρία πόδια (σπάνια τέσσερα) σχηματίζουν τη βάση η οποία στηρίζει ένα ψηλό στέλεχος, τον καυλό, (λατ. Scapus, σκάπος), στην απόληξη του οποίου διαμορφώνεται ο δίσκος ή πινάκιον ή πινακίσκιον ή σταγμοδόχη ανάλογα με τη μορφή της φωτιστικής πηγής την οποία προορίζεται να στηρίξει (Ιωάννης Κ. Μότσιανος, Φως ιλαρόν : ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο, Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2011, σελ. 285)
- αντικείμενο κυκλικού ή άλλου σχήματος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα ποτών και φαγητού
- (μουσική) αντικείμενο από βινύλιο με αυλακώσεις οι οποίες με τη χρήση κατάλλλης συσκευής μπορούν να αναπαραγάγουν ηχογραφημένη μουσική ή λόγο
- ⮡ δίσκος 45 στροφών
- (αθλητισμός) το κυκλικό αντικείμενο που ρίχνει ο αθλητής στο αγώνισμα της δισκοβολίας
- (ανατομία) → δείτε μεσοσπονδύλιος δίσκος
- (οπτική) → δείτε ο δίσκος του Νεύτωνα
- (μηχανική) φορέας που βρίσκεται υπό επίπεδη ένταση είτε υπό επίπεδη παραμόρφωση
- (υλικό υπολογιστή) platter: ο μαγνητικός δίσκος σε μία συστοιχία δίσκων μιάς μονάδας σκληρών δίσκων (hard-disk drive), κατασκευασμένος από αλουμίνιο και τελευταία από γυαλί
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- δίσκος αποθήκευσης
- δίσκος του Νεύτωνα
- εύκαμπτος δίσκος ή δισκέτα
- μαγνητικός δίσκος
- μεσοσπονδύλιος δίσκος
- μονάδα δίσκου
- σκληρός δίσκος
- σταθερός δίσκος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δίσκοι (platters) από σκληρούς δίσκους, εικόνες στα Wikimedia Commons
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίσκος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δίσκος | οἱ | δίσκοι |
γενική | τοῦ | δίσκου | τῶν | δίσκων |
δοτική | τῷ | δίσκῳ | τοῖς | δίσκοις |
αιτιατική | τὸν | δίσκον | τοὺς | δίσκους |
κλητική ὦ! | δίσκε | δίσκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δίσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δίσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- δίσκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.