αλουμίνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλουμίνιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική aluminium < λατινική alumen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂elud-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.luˈmi.ni.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλουμίνιο ουδέτερο
- (χημεία) ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό (μέταλλο) που προέρχεται από κράμα αργιλίου
- ※ Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 [1])
- (κατ’ επέκταση) αντικείμενο από αλουμίνιο