δύο ρολά από αλουμινόχαρτο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
      γενική του αλουμινόχαρτου των αλουμινόχαρτων
    αιτιατική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
     κλητική αλουμινόχαρτο αλουμινόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλουμινόχαρτο < αλουμίνιο + -ο- + χαρτί + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλουμινόχαρτο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία