πρωτόχυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτόχυτος < ελληνιστική κοινή πρωτόχυτος[1] < αρχαία ελληνική πρῶτος + χυτός < χέω
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτόχυτος, -η, -ο
- που έχει χυθεί πρώτος ή πρώτη φορά
- ※ Ηλιογέννητη, ποιός ήλιος
- να σε γέννησεν εσέ;
- Ω! τ’ αστέρια τα πρωτόχυτα
- ποιός τα γνώρισεν, οϊμέ!
- Και μπουμπούκια είναι μισάνοιχτα
- κάποια αστέρια, ω ουρανέ
- Κωστής Παλαμάς, Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης : (Από το Τραγούδι του Ήλιου), Έκδοση του "Περιοδικού μας", Πειραιεύς, 1900
- ※ Από όλους αυτούς, ο Μπρέχτ δανείστηκε πολλά, συμπλήρωσε τά όσα ό Μπύχνερ καί ο Βέντεκιντ τού έδωσαν άπλαστα, πρωτόχυτα. (Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 83, Νοέμβριος 1961, σελ. 454 [1])
- ※ Ηλιογέννητη, ποιός ήλιος
- που έχει χυτευτεί για πρώτη φορά
- ※ Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 [2])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόχυτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρωτόχυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.