αργίλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αργίλιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική argil + -ιο < λατινική argilla < αρχαία ελληνική ἄργιλλος (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αργίλιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 13 και χημικό σύμβολο το Al, συνήθως αναφερόμενο ως αλουμίνιο