aluminio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aluminio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aluminio | aluminioj |
αιτιατική | aluminion | aluminiojn |
aluminio (eo)
- το αλουμίνιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aluminio | aluminioj |
αιτιατική | aluminion | aluminiojn |
aluminio (eo)