πυρίτιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πυρίτιο < (η λέξη μαρτυρείται από το 1873) πυρίτης (λίθος), (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική silicon
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρίτιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλοειδές χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 14 και χημικό σύμβολο το Si και χρησιμοποιείται ευρέως στην κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυρίτιο | τα | πυρίτια |
γενική | του | πυριτίου & πυρίτιου |
των | πυριτίων & πυρίτιων |
αιτιατική | το | πυρίτιο | τα | πυρίτια |
κλητική | πυρίτιο | πυρίτια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- πυρίτιο στη Βικιπαίδεια