Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυριτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πυριτικ
ός
η
πυριτικ
ή
το
πυριτικ
ό
γενική
του
πυριτικ
ού
της
πυριτικ
ής
του
πυριτικ
ού
αιτιατική
τον
πυριτικ
ό
την
πυριτικ
ή
το
πυριτικ
ό
κλητική
πυριτικ
έ
πυριτικ
ή
πυριτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πυριτικ
οί
οι
πυριτικ
ές
τα
πυριτικ
ά
γενική
των
πυριτικ
ών
των
πυριτικ
ών
των
πυριτικ
ών
αιτιατική
τους
πυριτικ
ούς
τις
πυριτικ
ές
τα
πυριτικ
ά
κλητική
πυριτικ
οί
πυριτικ
ές
πυριτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυριτικός
<
πυρίτ(ιο)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πυριτικός, -ή, -ό
,
(
χημεία
,
γεωλογία
) ο σχετικός με
πυρίτιο
⮡
πυριτική
ένωση,
πυριτικό
ορυκτό
Συγγενικά
επεξεργασία
(
Χρειάζεται επεξεργασία
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυριτικός