↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραχλωροπυρίτιο τα τετραχλωροπυρίτια
      γενική του τετραχλωροπυριτίου
τετραχλωροπυρίτιου
των τετραχλωροπυριτίων
    αιτιατική το τετραχλωροπυρίτιο τα τετραχλωροπυρίτια
     κλητική τετραχλωροπυρίτιο τετραχλωροπυρίτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραχλωροπυρίτιο < τετρα- + χλώριο + πυρίτιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραχλωροπυρίτιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία