πυριτιοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πυριτιοποιώ
- (χημεία): δημιουργώ, ή απομονώνω άτομα πυριτίου από χημικές ενώσεις
- προσθέτω άτομα πυριτίου σε μια ουσία ή επιφάνεια, ιδιαίτερα σε οδοντικές εργασίες
- επιστρώνω μια επιφάνεια με στοιχεία πυριτίου
- καθιστώ χώρο επικίνδυνο σε αναπνοή με σκόνη διοξειδίου του πυριτίου, προκαλώντας πυριτίαση
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυριτιοποιώ
|