πυρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρῖτις όπως στην καθαρεύουσα πυρῖτις (θηλυκό όπως στην έκφραση πυρῖτις κόνις) από την αιτιατική ενικού «τὴν πυρίτιδα» < αρσενικό: ελληνιστική κοινή πυρίτης (είδος τσακμακόπετρας, όπως πυρίτης λίθος) (ή θηλυκό στην απόδοση για τη γαλλική poudre (σκόνη)) [1] [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈɾi.ti.ða/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tim‿biˈɾi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρίτιδα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πυρ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πυρίτιδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυρίτιδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πυρίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας