νιτρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νιτρικός | η | νιτρική | το | νιτρικό |
γενική | του | νιτρικού | της | νιτρικής | του | νιτρικού |
αιτιατική | τον | νιτρικό | τη | νιτρική | το | νιτρικό |
κλητική | νιτρικέ | νιτρική | νιτρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νιτρικοί | οι | νιτρικές | τα | νιτρικά |
γενική | των | νιτρικών | των | νιτρικών | των | νιτρικών |
αιτιατική | τους | νιτρικούς | τις | νιτρικές | τα | νιτρικά |
κλητική | νιτρικοί | νιτρικές | νιτρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νιτρικός < ελληνιστική κοινή νιτρικός < αρχαία ελληνική νίτρον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nitrique ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nitric)
Επίθετο
επεξεργασίανιτρικός, -ή, -ό
- (χημεία, ορυκτολογία) που έχει σχέση με νίτρο, το περιέχει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νιτρικό οξύ: (χημεία) διαφανές άχρωμο διαβρωτικό υγρό (HNO₃), που χρησιμοποιείται στην παραγωγή λιπασμάτων, εκρηκτικών και καυσίμων πυραύλων κ.λπ.
Πηγές
επεξεργασία- νιτρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νιτρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νιτρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)