↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιτρικός η νιτρική το νιτρικό
      γενική του νιτρικού της νιτρικής του νιτρικού
    αιτιατική τον νιτρικό τη νιτρική το νιτρικό
     κλητική νιτρικέ νιτρική νιτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιτρικοί οι νιτρικές τα νιτρικά
      γενική των νιτρικών των νιτρικών των νιτρικών
    αιτιατική τους νιτρικούς τις νιτρικές τα νιτρικά
     κλητική νιτρικοί νιτρικές νιτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιτρικός < ελληνιστική κοινή νιτρικός < αρχαία ελληνική νίτρον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική nitrique ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική nitric)

  Επίθετο

επεξεργασία

νιτρικός, -ή, -ό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία