Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πυριτιδοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πυριτιδοποιεί
ο
τα
πυριτιδοποιεί
α
γενική
του
πυριτιδοποιεί
ου
των
πυριτιδοποιεί
ων
αιτιατική
το
πυριτιδοποιεί
ο
τα
πυριτιδοποιεί
α
κλητική
πυριτιδοποιεί
ο
πυριτιδοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πυριτιδοποιείο
<
πυρίτιδ(α)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυριτιδοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
παραγωγής
πυρίτιδας
Συνώνυμα
επεξεργασία
πυριτιδοποιία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πυριτιδοποιείο