εργαστήριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εργαστήριο < αρχαία ελληνική ἐργαστήριον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɾ.ɣa.ˈsti.ɾi.ɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εργαστήριο ουδέτερο
- το μέρος όπου εργάζεται ένας τεχνίτης ή καλλιτέχνης
- το σύνολο των μαθητών και συνεργατών ενός καλλιτέχνη
- ο πίνακας αποδίδεται στο εργαστήριο του Τιντορέτο
- ονομασία για επαγγελματικές σχολές
- Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας
- το μέρος που είναι εξοπλισμένο με επιστημονικά όργανα και χρησιμοποιείται από έναν ή περισσότερους επιστήμονες για πειράματα και μετρήσεις
- δράση ή σειρά δράσεων εκπαιδευτικού ή βιωματικού χαρακτήρα, συνήθως σύντομης διάρκειας, με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εργαστήριο