ενικός         πληθυντικός  
laboratory laboratories

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

laboratory (en)

  • το επιστημονικό εργαστήριο
    ⮡  When will the laboratory give us the results?
    Ποτέ θα μας δώσει το εργαστήριο τα αποτελέσματα;

Άλλες μορφές

επεξεργασία