Ουσιαστικό

επεξεργασία

atelier (en)



      ενικός         πληθυντικός  
atelier ateliers

Ετυμολογία

επεξεργασία
atelier < astelle (κομμάτι από ξύλο) < λατινική astula. Αναλύεται σε attelle + -ier
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ατελιέ
ΔΦΑ : /a.tə.lje/
  (un atelier)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

atelier (fr) αρσενικό