atelier
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
atelier | ateliers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
atelier (ro) ουδέτερο