βιωματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.o.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
βιωματικός -ή -ό
- που αναφέρεται στα βιώματα ή που προϋποθέτει τη βίωση κάποιων εμπειριών
- ⮡ Σε ένα βιωματικό σεμινάριο οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τους ρόλους τους οποίους θα αναθέσουν στους μαθητές τους