Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιωματικός η βιωματική το βιωματικό
      γενική του βιωματικού της βιωματικής του βιωματικού
    αιτιατική τον βιωματικό τη βιωματική το βιωματικό
     κλητική βιωματικέ βιωματική βιωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιωματικοί οι βιωματικές τα βιωματικά
      γενική των βιωματικών των βιωματικών των βιωματικών
    αιτιατική τους βιωματικούς τις βιωματικές τα βιωματικά
     κλητική βιωματικοί βιωματικές βιωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιωματικός < (βίωμα) βιωματτ- + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ω‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

βιωματικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στα βιώματα ή που προϋποθέτει τη βίωση κάποιων εμπειριών
    Σε ένα βιωματικό σεμινάριο οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τους ρόλους τους οποίους θα αναθέσουν στους μαθητές τους

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία