Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιωματικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βιωματικότητ
α
οι
βιωματικότητ
ες
γενική
της
βιωματικότητ
ας
των
βιωματικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
βιωματικότητ
α
τις
βιωματικότητ
ες
κλητική
βιωματικότητ
α
βιωματικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιωματικότητα
<
βιωματικ(ός)}
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιωματικότητα
θηλυκό
η ύπαρξη
βιωμάτων
, προσωπικών
εμπειριών
Συγγενικά
επεξεργασία
βίωμα
βιωματικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιωματικότητα
αγγλικά
:
sentience
(en)
,
experiencing
(en)
γαλλικά
:
θ
(fr)
θηλυκό