Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βιώνω < αρχαία ελληνική βιόω-βιῶ

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈo.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

βιώνω

  1. ζω μια κατάσταση ή ένα γεγονός με συνειδητό και έντονο τρόπο
    έχει βιώσει πολλά βάσανα στη ζωή του

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία