βιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιώνω < αρχαία ελληνική βιόω-βιῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβιώνω
- ζω μια κατάσταση ή ένα γεγονός με συνειδητό και έντονο τρόπο
- έχει βιώσει πολλά βάσανα στη ζωή του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βιώνω | βίωνα | θα βιώνω | να βιώνω | βιώνοντας | |
β' ενικ. | βιώνεις | βίωνες | θα βιώνεις | να βιώνεις | βίωνε | |
γ' ενικ. | βιώνει | βίωνε | θα βιώνει | να βιώνει | ||
α' πληθ. | βιώνουμε | βιώναμε | θα βιώνουμε | να βιώνουμε | ||
β' πληθ. | βιώνετε | βιώνατε | θα βιώνετε | να βιώνετε | βιώνετε | |
γ' πληθ. | βιώνουν(ε) | βίωναν βιώναν(ε) |
θα βιώνουν(ε) | να βιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βίωσα | θα βιώσω | να βιώσω | βιώσει | ||
β' ενικ. | βίωσες | θα βιώσεις | να βιώσεις | βίωσε | ||
γ' ενικ. | βίωσε | θα βιώσει | να βιώσει | |||
α' πληθ. | βιώσαμε | θα βιώσουμε | να βιώσουμε | |||
β' πληθ. | βιώσατε | θα βιώσετε | να βιώσετε | βιώστε | ||
γ' πληθ. | βίωσαν βιώσαν(ε) |
θα βιώσουν(ε) | να βιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βιώσει | είχα βιώσει | θα έχω βιώσει | να έχω βιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις βιώσει | είχες βιώσει | θα έχεις βιώσει | να έχεις βιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει βιώσει | είχε βιώσει | θα έχει βιώσει | να έχει βιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βιώσει | είχαμε βιώσει | θα έχουμε βιώσει | να έχουμε βιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε βιώσει | είχατε βιώσει | θα έχετε βιώσει | να έχετε βιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βιώσει | είχαν βιώσει | θα έχουν βιώσει | να έχουν βιώσει |
|