experience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ex‐pe‐ri‐ence
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
experience | experiences |
experience (en)
- (μη μετρήσιμο) η εμπειρία, η πείρα, οι γνώσεις και οι ικανότητες που έχω αποκτήσει κάνοντας κάτι για ένα χρονικό διάστημα
- ⮡ You need experience to get the job.
- Χρειάζεσαι εμπειρία να πάρεις τη δουλειά.
- ⮡ I have over ten years’ experience as a teacher.
- Έχω πάνω από δέκα χρόνια εμπειρίας ως δασκάλα.
- ⮡ He gained extensive experience in the field of artificial intelligence while working on the project.
- Απέκτησε εκτεταμένη πείρα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης ενώ εργαζόταν στο έργο.
- ⮡ You need experience to get the job.
- (μη μετρήσιμο) η εμπειρία, η πείρα, τα πράγματα που μου έχουν συμβεί και επηρεάζουν τον τρόπο που σκέφτομαι και συμπεριφέρομαι
- ⮡ In my experience, very few people really understand the problem.
- Από την εμπειρία μου, πολύ λίγοι άνθρωποι κατανοούν πραγματικά το πρόβλημα.
- ⮡ The book is based off of personal experience.
- Το βιβλίο βασίζεται σε προσωπική εμπειρία.
- ⮡ It is important to try and learn from experience.
- Είναι σημαντικό να προσπαθούμε και να μαθαίνουμε από την εμπειρία.
- ⮡ Experience has taught me that life can be very unfair.
- Η πείρα μού έχει διδάξει ότι η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη.
- ⮡ He had first-hand experience of poverty.
- Είχε άμεση πείρα από τη φτώχεια.
- ⮡ In my experience, very few people really understand the problem.
- η εμπειρία, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που με επηρεάζει κατά κάποιο τρόπο
- ⮡ The trip was a wonderful experience.
- Το ταξίδι ήταν μια υπέροχη εμπειρία.
- ⮡ We aim to give our guests the experience of a lifetime.
- Στοχεύουμε να προσφέρουμε στους καλεσμένους μας την εμπειρία της ζωής τους.
- ⮡ It was her first experience of living alone.
- Ήταν η πρώτη της εμπειρία να ζει μόνη.
- ⮡ The play is based loosely on his own life experiences.
- Το έργο βασίζεται ελεύθερα στις δικές του εμπειρίες ζωής.
- ⮡ The trip was a wonderful experience.
- (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | experience |
γ΄ ενικό ενεστώτα | experiences |
αόριστος | experienced |
παθητική μετοχή | experienced |
ενεργητική μετοχή | experiencing |
experience (en)
- ζω, βιώνω, δοκιμάζω, περνάω, γνωρίζω, μου συμβαίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ We experienced a magical night.
- Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
- ⮡ We experienced something terrible!
- Ζήσαμε κάτι φοβερό!
- ⮡ She experienced up close her grandmother’s illness.
- Έζησε από κοντά την αρρώστια της γιαγιάς της.
- ⮡ At a tender age, he experienced the horrors of war.
- Σε τρυφερή ηλικία βίωσε τη φρίκη του πολέμου.
- ⮡ He experienced successes and failures.
- Δοκίμασε επιτυχίες και αποτυχίες.
- ⮡ I am experiencing difficulties.
- Δοκιμάζω/Περνώ δυσκολίες.
- ⮡ Our country is experiencing a major economic crisis.
- Η χώρα μας γνωρίζει μεγάλη οικονομική κρίση.
- ≈ συνώνυμα: go through και live through
- ⮡ We experienced a magical night.
- δοκιμάζω, περνάω, νιώθω ένα ψυχικό ή σωματικό συναίσθημα
- ⮡ I experienced bitter disappointment.
- Δοκίμασα πικρή απογοήτευση.
- ⮡ Man, when he traveled to space, experienced unprecedented emotions.
- Ο άνθρωπος, όταν ταξίδεψε στο διάστημα, δοκίμασε πρωτόγνωρα συναισθήματα.
- ⮡ We experienced a lot of distress.
- Περάσαμε πολλές στενοχώριες.
- ⮡ I experienced bitter disappointment.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- experience (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- experience (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμάζω, περνώ