Δείτε επίσης: expérience

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ex‐pe‐ri‐ence

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
experience experiences

experience (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η εμπειρία, η πείρα, οι γνώσεις και οι ικανότητες που έχω αποκτήσει κάνοντας κάτι για ένα χρονικό διάστημα
    ⮡  You need experience to get the job.
    Χρειάζεσαι εμπειρία να πάρεις τη δουλειά.
    ⮡  I have over ten years’ experience as a teacher.
    Έχω πάνω από δέκα χρόνια εμπειρίας ως δασκάλα.
    ⮡  He gained extensive experience in the field of artificial intelligence while working on the project.
    Απέκτησε εκτεταμένη πείρα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης ενώ εργαζόταν στο έργο.
  2. (μη μετρήσιμο) η εμπειρία, η πείρα, τα πράγματα που μου έχουν συμβεί και επηρεάζουν τον τρόπο που σκέφτομαι και συμπεριφέρομαι
    ⮡  In my experience, very few people really understand the problem.
    Από την εμπειρία μου, πολύ λίγοι άνθρωποι κατανοούν πραγματικά το πρόβλημα.
    ⮡  The book is based off of personal experience.
    Το βιβλίο βασίζεται σε προσωπική εμπειρία.
    ⮡  It is important to try and learn from experience.
    Είναι σημαντικό να προσπαθούμε και να μαθαίνουμε από την εμπειρία.
    ⮡  Experience has taught me that life can be very unfair.
    Η πείρα μού έχει διδάξει ότι η ζωή μπορεί να είναι πολύ άδικη.
    ⮡  He had first-hand experience of poverty.
    Είχε άμεση πείρα από τη φτώχεια.
  3. η εμπειρία, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που με επηρεάζει κατά κάποιο τρόπο
    ⮡  The trip was a wonderful experience.
    Το ταξίδι ήταν μια υπέροχη εμπειρία.
    ⮡  We aim to give our guests the experience of a lifetime.
    Στοχεύουμε να προσφέρουμε στους καλεσμένους μας την εμπειρία της ζωής τους.
    ⮡  It was her first experience of living alone.
    Ήταν η πρώτη της εμπειρία να ζει μόνη.
    ⮡  The play is based loosely on his own life experiences.
    Το έργο βασίζεται ελεύθερα στις δικές του εμπειρίες ζωής.
  4. (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα
ενεστώτας experience
γ΄ ενικό ενεστώτα experiences
αόριστος experienced
παθητική μετοχή experienced
ενεργητική μετοχή experiencing

experience (en)

  1. ζω, βιώνω, δοκιμάζω, περνάω, γνωρίζω, μου συμβαίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  We experienced a magical night.
    Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
    ⮡  We experienced something terrible!
    Ζήσαμε κάτι φοβερό!
    ⮡  She experienced up close her grandmother’s illness.
    Έζησε από κοντά την αρρώστια της γιαγιάς της.
    ⮡  At a tender age, he experienced the horrors of war.
    Σε τρυφερή ηλικία βίωσε τη φρίκη του πολέμου.
    ⮡  He experienced successes and failures.
    Δοκίμασε επιτυχίες και αποτυχίες.
    ⮡  I am experiencing difficulties.
    Δοκιμάζω/Περνώ δυσκολίες.
    ⮡  Our country is experiencing a major economic crisis.
    Η χώρα μας γνωρίζει μεγάλη οικονομική κρίση.
     συνώνυμα:  go through και live through
  2. δοκιμάζω, περνάω, νιώθω ένα ψυχικό ή σωματικό συναίσθημα
    ⮡  I experienced bitter disappointment.
    Δοκίμασα πικρή απογοήτευση.
    ⮡  Man, when he traveled to space, experienced unprecedented emotions.
    Ο άνθρωπος, όταν ταξίδεψε στο διάστημα, δοκίμασε πρωτόγνωρα συναισθήματα.
    ⮡  We experienced a lot of distress.
    Περάσαμε πολλές στενοχώριες.

Συγγενικά

επεξεργασία