experience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ex‐pe‐ri‐ence
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
experience | experiences |
experience (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εμπειρία
- (μετρήσιμο) η δραστηριότητα που έχει πραγματοποιηθεί
- (μετρήσιμο) η συλλογή εκδηλώσεων ή/και δραστηριοτήτων από τις οποίες ένα άτομο ή μια ομάδα μπορεί να συγκεντρώσει γνώσεις, απόψεις και δεξιότητες
- (μη μετρήσιμο) η γνώση
- (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | experience |
γ΄ ενικό ενεστώτα | experiences |
αόριστος | experienced |
παθητική μετοχή | experienced |
ενεργητική μετοχή | experiencing |
experience (en)
- ζω, βιώνω, δοκιμάζω, περνάω, μου συμβαίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ We experienced a magical night.
- Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
- ↪ We experienced something terrible!
- Ζήσαμε κάτι φοβερό!
- ↪ She experienced up close her grandmother’s illness.
- Έζησε από κοντά την αρρώστια της γιαγιάς της.
- ↪ At a tender age, he experienced the horrors of war.
- Σε τρυφερή ηλικία βίωσε τη φρίκη του πολέμου.
- ↪ He experiences successes and failures.
- Δοκίμασε επιτυχίες και αποτυχίες.
- ↪ I am experiencing difficulties.
- Δοκιμάζω/Περνώ δυσκολίες.
- ≈ συνώνυμα: go through και live through
- ↪ We experienced a magical night.
- δοκιμάζω, περνάω, νιώθω ένα ψυχικό ή σωματικό συναίσθημα
- ↪ I experienced bitter disappointment.
- Δοκίμασα πικρή απογοήτευση.
- ↪ We experienced a lot of distress.
- Περάσαμε πολλές στενοχώριες.
- ↪ I experienced bitter disappointment.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- experience (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- experience (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμάζω, περνώ