expérience
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- expérience < λατινική experientia
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛks.peʁ.jɑ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
expérience | expériences |
expérience (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : experience |
ενικός | πληθυντικός |
expérience | expériences |
expérience (fr) θηλυκό