Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
expérience
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
experience
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
expérience
<
λατινική
experientia
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɛks.peʁ.jɑ̃s
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
expérience
expériences
expérience
(fr)
θηλυκό
η
εμπειρία
il a de l'
expérience
- είναι
έμπειρος
το
πείραμα
il aime faire des
expériences
- του αρέσει να κάνει
πειράματα