Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πείραμα τα πειράματα
      γενική του πειράματος των πειραμάτων
    αιτιατική το πείραμα τα πειράματα
     κλητική πείραμα πειράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πείραμα < μεσαιωνική ελληνική πείραμα < αρχαία ελληνική πειρῶμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πείραμα ουδέτερο

  1. η παρατήρηση ενός φαινομένου κατά τις κατάλληλες συνθήκες οι οποίες μπορούν να ξαναδημιουργηθούν, με σκοπό τον έλεγχο μιας επιστημονικής θεωρίας
  2. η δοκιμή μιας μεθόδου ή μιας προσέγγισης για να διαπιστωθεί αν είναι κατάλληλη για μια ορισμένη χρήση
  3. η εφαρμογή ενός σχεδίου που δεν έχει δοκιμαστεί, με την ελπίδα ότι θα επιτύχει


Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία