δοκιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δοκιμάζω
Ρήμα
επεξεργασίαδοκιμάζομαι
- με δοκιμάζουν, με περνούν από δοκιμές
- δοκιμάζονται τα νέα εμβόλια
- δοκιμάζω τον εαυτό μου, την αντοχή μου, τα όρια μου κλπ
- υφίσταμαι δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι
- η χώρα δοκιμάζεται από τον παρατεταμένο καύσωνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοκιμάζομαι
|