Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος δοκιμάζω

δοκιμάζομαι

  1. με δοκιμάζουν, με περνούν από δοκιμές
    δοκιμάζονται τα νέα εμβόλια
  2. δοκιμάζω τον εαυτό μου, την αντοχή μου, τα όρια μου κλπ
  3. υφίσταμαι δοκιμασίες, ταλαιπωρούμαι
    η χώρα δοκιμάζεται από τον παρατεταμένο καύσωνα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία