πειραματιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πειραματιστής < πειραματίζομαι + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική experimentalist[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική expérimentateur[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπειραματιστής αρσενικό (θηλυκό πειραματίστρια)
- κάποιος που πειραματίζεται
- κάποιος που διενεργεί πειράματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πειραματιστής
- ↑ πειραματιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πειραματιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)