πειραματίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειραματίστρια < πειραματιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειραματίστρια θηλυκό
- θηλυκό του πειραματιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειραματίστρια
πειραματίστρια θηλυκό