↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειραματόζωο τα πειραματόζωα
      γενική του πειραματόζωου των πειραματόζωων
    αιτιατική το πειραματόζωο τα πειραματόζωα
     κλητική πειραματόζωο πειραματόζωα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πειραματόζωο < πείραμα + -ο- + ζώο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ɾa.maˈto.zo.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πειραματόζωο ουδέτερο

  1. ζώο που το χρησιμοποιούν επιστήμονες ως αντικείμενο μελέτης στην εκτέλεση διαφόρων πειραμάτων
  2. (κατ’ επέκταση) άνθρωπος που τον χρησιμοποιούν επιστήμονες ως αντικείμενο μελέτης στην εκτέλεση διαφόρων πειραμάτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία