ενεστώτας go through
γ΄ ενικό ενεστώτα goes through
αόριστος went through
παθητική μετοχή gone through
ενεργητική μετοχή going through

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go through < → δείτε τις λέξεις go και through

go through (en)

  1. περνάω, ψηφίζομαι, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο ή μια σύμβαση
    ⮡  The bill will not go through.
    Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
    ⮡  The law that went through was blatantly unconstitutional.
    Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
     συνώνυμα:  get through και pass
  2. περνάω, εκτελώ μια σειρά ενεργειών για να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη διαδικασία
    ⮡  The plan will have to go through the Town Council.
    Το σχέδιο θα πρέπει να περάσει από το Δημοτικό Συμβούλιο.
    ⮡  In order to see him you’ll have to go through his secretary.
    Για να τον δεις πρέπει να περάσεις από τον γραμματέα του.
  3. περνάω, βιώνω κάτι ή υποφέρω από κάτι
    ⮡  I have gone through two wars./I have been through two wars.
    Έχω περάσει δυο πολέμους.
    ⮡  If only you knew what I have gone through (been through) with her!
    Να ήξερες τι πέρασα μαζί της!
    ⮡  We have all gone through it.
    Όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.
    ⮡  Help me, because I’m really going through it.
    Βοήθησέ με, γιατί καίγομαι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience