Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηφίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψηφίζω

ψηφίζομαι, πρτ.: ψηφιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηφιστώ, αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. με ψηφίζουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

ψηφίζομαι < λείπει η ετυμολογία

ψηφίζομαι

  1. ψηφίζω, ρίχνω την ψήφο μου
  2. (με αιτιατική) ψηφίζω κάποιον
  3. (με απαρέμφατο) αποφασίζω
  4. (με αιτιατική και δοτική) παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
  5. (παθητική φωνή) αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία