inexperience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinexperience (en) (μη μετρήσιμο)
- η απειρία
- ⮡ She took advantage of her ignorance.
- Εκμεταλλεύτηκε την απειρία της.
- ⮡ She took advantage of her ignorance.
inexperience (en) (μη μετρήσιμο)