• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απειρία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀπειρία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απειρία οι απειρίες
      γενική της απειρίας των απειριών
    αιτιατική την απειρία τις απειρίες
     κλητική απειρία απειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
απειρία < αρχαία ελληνική ἀπειρία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απειρία θηλυκό

  • το να είναι κάποιος άπειρος, η ιδιότητα του άπειρου
    1. αφθονία
      ≈ συνώνυμα: άπειρο, απειρότητα, απειραντοσύνη, πλήθος, πληθώρα
    2. η έλλειψη πείρας
      ≠ αντώνυμα: πείρα, εμπειρία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    έλλειψη πείρας
  • αγγλικά : inexperience (en), inexpertness (en)
  • γαλλικά : inexpérience (fr), manque (fr) d'expérience (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απειρία&oldid=5455369"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 03:14

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 03:14.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας