άπειρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άπειρο | ||
γενική | του | απείρου & άπειρου | ||
αιτιατική | το | άπειρο | ||
κλητική | άπειρο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπειρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άπειρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.pi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πει‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
άπειρο ουδέτερο
- το διάστημα, το σύμπαν
- ≈ συνώνυμα: διάστημα, σύμπαν
- ※ Το άπειρο / από τον χρόνο / δεν νιώθει άλλο / παρά το άχρωμο διάβα. (Γιώργος Σαραντάρης, Διάβα)
- (μαθηματικά) μαθηματική έννοια που έχει την υπόσταση αριθμού και συμβολίζεται με
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαθηματική έννοια
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
άπειρο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
άπειρο ουδέτερο