ενεστώτας live through
γ΄ ενικό ενεστώτα lives through
αόριστος lived through
παθητική μετοχή lived through
ενεργητική μετοχή living through

  Ετυμολογία

επεξεργασία
live through < → δείτε τις λέξεις live και through

live through (en)

  • περνάω, υποφέρω από κάτι
    ⮡  You cannot imagine what I have lived through!
    Είναι αδύνατο να φανταστείς τι πέρασα!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience