live
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Προφορά 1Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | live |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lives |
αόριστος | lived |
παθητική μετοχή | lived |
ενεργητική μετοχή | living |
live (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- live by: επιβιώνω, τα βγάζω πέρα
- (something) to live by: αρχές, αξίες ζωής
Προφορά 2Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
live (en) (χωρίς παραθετικά)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
live (en)
- ζωντανά, καθώς εξελίσσεται
- the recital was broadcast live on the radio : το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο