live
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | live |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lives |
αόριστος | lived |
παθητική μετοχή | lived |
ενεργητική μετοχή | living |
live (en)
- (αμετάβατο) μένω, έχω το σπίτι μου σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ↪ Daphne is Greek and lives in Athens.
- Η Δάφνη είναι Ελληνίδα και μένει στην Αθήνα.
- ↪ I live right downtown.
- Μένω ακριβώς στο κέντρο.
- ↪ When I retire, I will go and live in the country.
- Όταν πάρω τη σύνταξη θα εγκατασταθώ στην εξοχή.
- ↪ Daphne is Greek and lives in Athens.
- ζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- live by: επιβιώνω, τα βγάζω πέρα
- (something) to live by: αρχές, αξίες ζωής
Προφορά 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlive (en)
- ζωντανός, που ζει
- ↪ live fish/bait - ζωντανό ψάρι/δόλωμα
- ζωντανός, για μια εκπομπή που μεταδίδεται ενώ συμβαίνει το συμβάν
- ↪ The transmission of the game is live.
- Η μετάδοση του αγώνα είναι ζωντανή.
- ↪ The transmission of the game is live.
- ζωντανός, για ένα θέαμα που συμβαίνει όταν ο κόσμος παρακολουθεί
- ↪ a live recording of a theatrical performance - ζωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης
- ζωντανός, για ηχογράφηση που έγινε σε παράσταση, όχι σε στούντιο ηχογράφησης
- ↪ a live recording of a concert - ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαlive (en)
- ζωντανά, καθώς εξελίσσεται
- ↪ The recital was broadcast live on the radio.
- Το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο.
- ↪ The recital was broadcast live on the radio.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'live' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'live' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό