ενεστώτας live on
γ΄ ενικό ενεστώτα lives on
αόριστος lived on
παθητική μετοχή lived on
ενεργητική μετοχή living on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
live on < → δείτε τις λέξεις live και on

live on (en)

  1. περνάω, τρώω ένα συγκεκριμένο είδος φαγητού για να ζήσω
    ⮡  I can live on bread and water.
    Μπορώ να περάσω με ψωμί και νερό.
  2. περνάω, έχω αρκετά χρήματα για τα βασικά πράγματα για να ζήσω
    ⮡  We can’t live on your salary alone.
    Δεν μπορούμε να περάσουμε μόνο με το μισθό σου.
     συνώνυμα: get by