live off
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | live off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lives off |
αόριστος | lived off |
παθητική μετοχή | lived off |
ενεργητική μετοχή | living off |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
live off (en)
- ζω με, ζω από, λαμβάνω τα χρήματα που χρειάζομαι για να ζήσω από κάποιον ή κάτι γιατί δεν έχω
- ↪ I live off my father’s money.
- Ζω με τα λεφτά του πατέρα μου.
- ↪ He lives off charity.
- Ζει με ελεημοσύνες.
- ↪ I live off my friends.
- Ζω από τους φίλους μου.
- ↪ I live off my father’s money.
- ζω με, ζω από, έχω ένα συγκεκριμένο είδος φαγητού ως το κύριο που τρώω για να ζήσω
- ↪ I live off vegetables.
- Ζω με λαχανικά.
- ↪ I live off the land.
- Ζω από τη γη.
- ↪ I live off vegetables.
Πηγές επεξεργασία
- live off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 356-357. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζω