ενεστώτας live off
γ΄ ενικό ενεστώτα lives off
αόριστος lived off
παθητική μετοχή lived off
ενεργητική μετοχή living off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
live off < → δείτε τις λέξεις live και off

live off (en)

  1. (μεταβατικό) ζω με, ζω από, λαμβάνω τα χρήματα που χρειάζομαι για να ζήσω από κάποιον ή κάτι γιατί δεν έχω
    ⮡  I am living off my father’s money.
    Ζω με τα λεφτά του πατέρα μου.
    ⮡  He lives off charity.
    Ζει με ελεημοσύνες.
    ⮡  I live off my friends.
    Ζω από τους φίλους μου.
  2. (μεταβατικό) ζω με, ζω από, περνάω με, έχω ένα συγκεκριμένο είδος φαγητού ως το κύριο που τρώω για να ζήσω
    ⮡  I live off vegetables.
    Ζω με λαχανικά.
    ⮡  I live off the land.
    Ζω από τη γη.
    ⮡  I can live off bread and water.
    Μπορώ να περάσω με ψωμί και νερό.

Συνώνυμα

επεξεργασία