Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιωσιμότητα οι βιωσιμότητες
      γενική της βιωσιμότητας των βιωσιμοτήτων
    αιτιατική τη βιωσιμότητα τις βιωσιμότητες
     κλητική βιωσιμότητα βιωσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιωσιμότητα < βιώσιμος + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιωσιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του βιώσιμου, η ικανότητα ενός πράγματος να συνεχίσει την ύπαρξή του
    • Η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης εξαρτάται από προσωπικούς και οικονομικούς παράγοντες.
    • Όταν μιλούν για «ισορροπίες» και «βιωσιμότητες» (*)
    • Σύμφωνα με τον κ. Θωμόπουλο, επισημαίνει η ΟΤΟΕ, όλα τα βήματα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αφορούν «στοιχεία, δείκτες, περικοπές, κεφάλαια, βιωσιμότητες, μετοχική σύνθεση και άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά». (*)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία