βιωσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιωσιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του βιώσιμου, η ικανότητα ενός πράγματος να συνεχίσει την ύπαρξή του
- Η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης εξαρτάται από προσωπικούς και οικονομικούς παράγοντες.
- Όταν μιλούν για «ισορροπίες» και «βιωσιμότητες» (*)
- Σύμφωνα με τον κ. Θωμόπουλο, επισημαίνει η ΟΤΟΕ, όλα τα βήματα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αφορούν «στοιχεία, δείκτες, περικοπές, κεφάλαια, βιωσιμότητες, μετοχική σύνθεση και άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά». (*)